- μαυροφορώ
- [μαυροφόρος]1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ' αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι)2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, -η, -ο(ν)αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί, ο μαυροφόροςνεοελλ.κάνω κάποιον να φορέσει μαύρα ρούχα, να πενθήσει («ο πόλεμος μαυροφόρεσε ολόκληρη την υφήλιο»)μσν.1. μτφ. (για τον ήλιο ή τα άστρα) σβήνω, σκοτεινιάζω («ὁ ἥλιος, τ' ἄστρα, ὁ οὐρανὸς ἂς μαυροφορεθοῡνε» (Ζήν.)2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο ρασοφόρος («ὁ πατριάρχης κίνησε νὰ πάγει στὸ παλάτι και ὄπισθεν καλόγεροι οἱ μαυροφορεμένοι»).
Dictionary of Greek. 2013.